Η ιστορική ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλώ, σε πίνακα του Βρετανού ζωγράφου William Holmes Sullivan [1836-1908]
Κατά τη διάρκεια της αποφασιστικής μάχης του Βατερλώ που διεξήχθη στις 18 Ιουνίου 1815, στο σημερινό Βέλγιο, οι έντονες καιρικές συνθήκες κατέστρεψαν τον στρατό του Μεγάλου Ναπολέοντα και πρόσφεραν στρατηγικό πλεονέκτημα στους εχθρούς του. Οι δυνατές βροχοπτώσεις που πλημμύρισαν την Ευρώπη τον Μάιο και τον Ιούνιο εκείνου του έτους οφείλονταν σε σημαντική ατμοσφαιρική διαταραχή, εξαιτίας της έκρηξης [ήδη από τον Απρίλιο] του Mount Tambora ένα ινδονησιακό ηφαίστειο που βρίσκεται σχεδόν 13.000 χιλιόμετρα μακριά από το Βατερλώ.
Ήταν η μεγαλύτερη ηφαιστειακή έκρηξη στην καταγεγραμμένη ιστορία από την οποία σκοτώθηκαν περίπου 100.000 άνθρωποι στο νησί Sumbawa. Η έκρηξη του Tambora επηρέασε δραματικά το παγκόσμιο κλίμα. Ο ζοφερός και ψυχρός καιρός διήρκεσε μήνες στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική και το 1816 έγινε γνωστό ως “Η χρονιά χωρίς καλοκαίρι”.
Η μείωση της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας κατά 3 βαθμούς Κελσίου γονάτισε τον γαλλικό στρατό μέσα σε λίγους μήνες. Ο Ναπολέων κλήθηκε να αντιμετωπίσει ιδιαίτερες κλιματολογικές συνθήκες με ασυνήθιστες βροχοπτώσεις. Αυτό το δραματικό γεγονός ίσως τον ανάγκασε να εφοδιάσει τον στρατό του και με συρρακιώτικη κάπα.
Από παλιά οι στρατοί χρησιμοποιούσαν μάλλινες κάπες για να προστατευτούν από τις άσχημες καιρικές συνθήκες στις εκστρατείες τους. Αλλωστε και το «προσφυγάκι με την κάπα», ένα μικρό μαρμάρινο αγαλματίδιο του 1ου αιώνα π.Χ που βρέθηκε στη Μικρά Ασία και μεταφέρθηκε στην Αθήνα από πρόσφυγες το 1922, μαρτυρά την παλιά χρήση της.
Οι γαλλικές δυνάμεις στράφηκαν προς την ηπειρώτικη κάπα επειδή ήταν αδιάβροχη, ανθεκτική, ζεστή, λεπτή και εξαιρετικής ποιότητας. Επίσης χρειάζονταν το προϊόν σε μεγάλες ποσότητες, το συντομότερο δυνατό. Οι Συρρακιώτες φαίνεται ότι ανταποκρίθηκαν γρήγορα στις ανάγκες του γαλλικού στρατού. Αλλωστε είχαν πετύχει ήδη από τα μέσα του 17ου αιώνα, την καθετοποίηση της παραγωγής, με την επεξεργασία του μαλλιού σε όλα τα επίπεδα, πλύσιμο, λανάρισμα, γνέσιμο, βάψιμο με φυσικά υλικά [από φυτά όπως ριζάρι,κρεμέζι, πυξάρι κά ], ύφανση, ράψιμο και πούλημα.
Τροφοδοτούνταν το μαλλί από τους συγχωριανούς τους κτηνοτρόφους, από την Αιτωλ/νία, την Άρτα, την Πρέβεζα, την Θεσπρωτία αλλά κι από την Αλβανία, και είχαν μεγάλες ποσότητες πρώτης ύλης. Όμως, οι παραγγελίες των Γάλλων έκαναν το εμπόριο παραγωγής μάλλινων υφασμάτων στο Συρράκο να πάρει ακόμη μεγαλύτερη έκταση.
Οι ραφτάδες του Συρράκου θεωρούνταν από τους καλύτερους της Γηραιάς Ηπείρου, διακινούσαν μεγάλες ποσότητες υφαντών και είχαν κατακτήσει τις δύσκολες και απαιτητικές αγορές της Δυτικής Ευρώπης. Με το εμπορικό τους πνεύμα και δαιμόνιο, τα προϊόντα τους είχαν από καιρό διεισδύσει στα μεγαλύτερα εμπορικά κέντρα της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας [Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία, Βιέννη, Τεργέστη, Οδησσό, Μόσχα, Βουκουρέστι, Βελιγράδι, Κωνσταντινούπολη, κά].
Το ορεινό περιβάλλον με την μεγάλη έκταση των βοσκοτόπων [περίπου 75.000 στρέμματα] και τα άφθονα νερά του Καλαρρύτικου ποταμού [ή Χρούσια] και της Βάλεα Μάρι, που κινούσαν αδιάκοπα τις ντριστέλες, η διαθεσιμότητα της Μπάντζας για την κατασκευή των μαντανιών, αποτέλεσαν τις καλύτερες φυσικές συνθήκες για την τροφοδοσία, εκμετάλλευση και επεξεργασία της πρώτης ύλης, που δεν ήταν άλλη απ’ το μαλλί.
Οι περιηγητές Leake και Pouqueville το 1815 και το 1818 έγραψαν για το Συρράκο ότι είχε «εμπορική κίνηση, επάξια με τις καλύτερες ευρωπαϊκές πόλεις, την ύπαρξη σημαντικών βιβλιοθηκών και κυκλοφορία ευρωπαϊκών εφημερίδων,ένδειξη της πνευματικής ανάπτυξης παράλληλα με την εμπορική».
Τον πρώτο χρόνο της Επανάστασης του 1821 το Συρράκο, μαζί με το γειτονικό αδελφάκι του Καλαρρύτες, επαναστάτησε απέναντι στον τουρκικό ζυγό έχοντας τότε 3.500 κατοίκους. Το αποτέλεσμα ήταν οι Τούρκοι να κάψουν όλο το κεφαλοχώρι. Ωστόσο, οι δραστήριοι και πεισματάρηδες βλάχοι δεν το έβαλαν κάτω και το ξαναχτίζουν το 1825.Γύρω στο 1860-1870 βρίσκει την παλιά του αίγλη άν και το 1854 μία δεύτερη επανάσταση βάζει τον τόπο σε νέες περιπέτειες.Το 1908-1910 φέρεται να έχει πληθυσμό 5.000 κατοίκους.
Για να φτάσει κανείς το υψόμετρο των 1150μ. του Συρράκου- στα σύνορα των νομών Ιωαννίνων, Αρτας και Τρικάλων- πρέπει να διασχίσει μία συγκλονιστική διαδρομή πάνω από εντυπωσιακές χαράδρες, ποτάμια, ρήγματα, κοιλάδες και τόσα άλλα κάτω από τα επιβλητικά Αθαμανικά Όρη [Τζουμέρκα].
Τα παγετώδη μορφογενετικά χαρακτηριστικά και οι κρυοκλαστικές διεργασίες είναι καλά χαραγμένες στην γεωλογική κληρονομιά της περιοχής. Το Περιστέρι και τα Τζουμέρκα αντιπροσωπεύουν τις πιο νότιες γεωμορφές, μόνιμα παγωμένες, στην Ευρώπη.Η διαμόρφωση του ορεινού τοπίου της περιοχής οφείλεται στη δράση αρχαίων παγετώνων που υπήρχαν 2,6 εκ.-11.700 χρόνια πριν.
Αιώνες πριν ακόμη αναδειχτούν από την βλαχόφωνη κωμόπολη, ο πρώτος κοινοβουλευτικός πρωθυπουργός Κωλέτης μετά την επανάσταση, ο ποιητής Κρυστάλλης και τόσες άλλες μεγάλες προσωπικότητες της χώρας, οι παγωμένες κλιματολογικές συνθήκες έβαλαν το χεράκι τους για να σχηματιστούν οι αμφιθεατρικές λεκάνες, οι κοιλάδες, τα φαράγγια που εντυπωσιάζουν τους επισκέπτες.
Η γεωλογία του τόπου άφησε τα ανεξίτηλα ίχνη της όχι μόνο στα βουνά, τα φαράγγια και τους ποταμούς αλλά και στους σκληροτράχηλους, περήφανους, δημιουργικούς και εξωστρεφείς κατοίκους της. Σε αυτή ίσως κρύβεται, και πρέπει να αναζητηθεί το μυστικό της συρρακιώτικης οικολογικής κάπας.
Όλα άρχισαν πριν από 65 εκ. χρόνια, όταν ο αρχαίος ποταμός της Πίνδου, που κάλυπτε την ελληνική περιοχή από το Ιόνιο μέχχρι την Μικρά Ασία, με την βοήθεια των ακούραστων τεκτονικών δυνάμεων έδωσε τη θέση του στην μεγαλύτερη και πιο ελατόφυτη οροσειρά της Ελλάδας, με το ατελείωτο σύμπλεγμα βουνών, κορυφών, υψιπέδων, κοιλάδων και φαραγγιών, με μήκος περίπου 230 χλμ. και ανώτερο πλάτος 70 χλμ.
Πριν από 18.000 χρόνια υπήρχαν κάποιες μικρές περιοχές χωρίς πάγο, μερικά καταφύγια, στην οροσειρά της Πίνδου όπου το κλίμα ήταν τέτοιο, όπου τα αρχαία δάση επέζησαν και όπου μπορούσε να υπάρξει ζωή. Όταν βελτιώθηκαν οι κλιματικές συνθήκες, από αυτές ακριβώς τις περιοχές άρχισε μέσω της μετανάστευσης η αποκατάσταση της βλάστησης σε όλη την Ευρώπη. Μερικές από τις ζώνες αυτές διατηρούνται μέχρι σήμερα.
Η οροσειρά της Πίνδου σήμερα επηρεάζει το κλίμα της χώρας μας καθορίζοντας τις βροχοπτώσεις και τη ροή των υδάτων, αποτελεί τον υδροκρίτη μεταξύ δυτικής και ανατολικής Ελλάδας και τροφοδοτεί με νερό τα 2/3 του ελληνικού πληθυσμού.
Η λέξη Πίνδος χρησιμοποιήθηκε περισσότερο σε λογοτεχνικές πηγές, ενώ το λαϊκό όνομα για την οροσειρά από τον Μεσαίωνα έως τον 19ο αιώνα ήταν είτε το «Μέτσοβο» είτε «τα βουνά του Μετσόβου». Πιθανότατα αυτό το όνομα δεν προοριζόταν να υποδηλώνει ολόκληρη την έκταση αλλά μόνο το κεντρικό της τμήμα μεταξύ της περιοχής του Ασπροποτάμου και των πηγών του Αώου ποταμού. Αυτή η περιοχή συμπίπτει με την ορεινή ζώνη που οι αρχαίοι Έλληνες αποκαλούσαν Πίνδο.
Κατά την διάρκεια της ανύψωσης της Πίνδου, γεννήθηκε και ο Λάκμος [ή Περιστέρι] το τμήμα της οροσειράς της νότιας Πίνδου.Πάνω σε ασβεστόλιθους του χαμένου ωκεανού και σχιστοψαμμίτες θεμελιώθηκε αργότερα η «σταυραετοφωλειά» του Συρράκου, ένας ιδανικός τόπος για νομαδική κτηνοτροφία και ιδίως για την ανατροφή των προβάτων.
Ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι οι πρώτοι Έλληνες έφτασαν στην Ήπειρο το 2500 π.Χ. Παλαιοανθρωπολογικές έρευνες δεν έχουν εκπονηθεί, όμως αυτά τα μέρη είναι πιθανό να κατοικήθηκαν πολύ πριν από τους αρχαίους Αθαμάνες και την παλαιολιθική εποχή.
Στα βουνά της Λάμκου το βαρύ φορτίο της επιβίωσης αναγκάζει τους κατοίκους των πράσινων καταφυγίων να «εφεύρουν» την ανθεκτική, ελαφριά και αδιάβροχη κάπα, για να αντιμετωπίσουν τις ανηλεείς κλιματολογικές συνθήκες και το δύσκολο ορεινό περιβάλλον. Η εξημέρωση των προβάτων μπορεί να χρονολογείται από το 9000 π.Χ., όμως η κάπα σε αυτή τη γη είναι πολύ παλιά υπόθεση, γιατί όχι, όσο οι κάτοικοι της.
Η κάπα, το χοντρό, βαρύ, μάλλινο πανωφόρι γίνεται το πλέον απαραίτητο και χρήσιμο πολυεργαλείο κάθε Συρρακιώτη. Μια καλοφτιαγμένη κάπα, δεν είναι λεπτή, ούτε και υπερβολικά χοντροκομμένη και πρέπει να είναι σφιχτά πλεγμένη, για να είναι αδιαπέραστη από τον αέρα και αδιάβροχη. Το γιδομαλλίσιο ή τραγομαλλίσιο της υφάδι ποτέ δεν αφήνει περιθώρια στο νερό. Μόνο με ένα τέτοιο ένδυμα ο κτηνοτρόφος μπορεί να είναι κοντά στα ζώα του, αντιμετωπίζοντας την βροχή, τον αέρα, και τις χαμηλές θερμοκρασίες της υπαίθρου.
Σήμερα ελάχιστοι μόνιμοι κάτοικοι έχουν απομείνει σε αυτό τον πανέμορφο τόπο με τα πλούσια και κρυστάλλινα νερά.Οι κτηνοτρόφοι έχουν πλέον κατέβει νοτιότερα.Το χωριό «δίχως κατοίκους» [πλην των αργιών και των διακοπών] δεν είναι εγκαταλελειμμένο και φοράει πάντα τα γιορτινά του.Ο οικισμός συντηρείται από ιδιωτική πρωτοβουλία, απο δωρεές ευεργετών και απλών πολιτών. Νερά τρέχουν από παντού, πέτρινα γεφύρια, σπίτια με πέτρινες πλάκες στις σκεπές, καλντερίμια, βρύσες, νερόμυλοι και πινακίδες από δωρεές συναντάς στο χωριό.
Το σχολείο έκλεισε το 1977, δέκα χρόνια μετά από έναν ισχυρό σεισμό που έπληξε την περιοχή και ακόμη θυμούνται οι παλαιότεροι.Το πρωινό της Πρωτομαγιάς, και ώρα 7.09, ένα ρηχό σεισμικό γεγονός με μέγεθος Μ6.4 αναστατώνει τους νομούς των Ιωαννίνων, Άρτας, Καρδίτσας και Τρικάλων.Το επίκεντρο βρισκόταν στην ορεινή περιοχή της Πίνδου,μόλις 620μ. βορειοδυτικά από το Παχτούρι, ένα ορεινό χωριό του Νομού Τρικάλων. Η σεισμική δόνηση ίσως προήλθε από μία συστάδα ανάστροφων και κανονικών ρηγμάτων που συναντάται δυτικά από το Παχτούρι[δες χάρτη].
Ήταν ο μεγαλύτερος ιστορικός σεισμός στην Ήπειρο, ένα περιστατικό που άφησε πίσω του 9 νεκρούς, 56 τραυματίες και προκάλεσε βλάβες σε 10.790 κτίρια της ευρύτερης περιοχής με τα 940 από αυτά κατεστραμμένα.
Το Συρράκο έπαθε ζημιές όμως τα πέτρινα του και ιδιαίτερα οι σκεπές από ντόπιο λαξευτό ψαμμιτοσχιστόλιθο που είχαν δεθεί μόνο με άμμο, αποδείχθηκαν αντισεισμικές και άντεξαν στις αλλεπάλληλες δονήσεις του Εγκέλαδου.Τις είχαν φτιάξει μάστορες από τους Χτιστάδες. Οι Συρρακιώτες ήταν έμποροι και κτηνοτρόφοι.
Ο ποταμός Άραχθος, είχε πάρει πορτοκαλί χρώμα και ίσως εκδηλώθηκαν κύματα του ποταμού κατά την διάρκεια του σεισμού. Πρόκειται για κύματα που δεν φαίνονται και στα οποία το νερό κινείται πάνω-κάτω, με αποτέλεσμα να παρασύρει ιζήματα από τις όχθες του του ποταμού. Είναι γνωστά ως «seiches και σχετίζονται με φαινόμενα που έχουν παρατηρηθεί αρκετές φορές σε λίμνες, ποτάμια, λιμάνια και θάλασσες. Επίσης αναφέρθηκαν και κατολισθήσεις και πτώσεις βράχων.
Οι μετασεισμικές δονήσεις διήρκησαν πολύ καιρό. Μετά τον σεισμό ακολούθησαν νεροποντές με πολλές αστραπές. Οι Συρρακιώτες έστησαν καταυλισμό με παραπήγματα και σκηνές και έζησαν με 60-80 πόντους χιόνι εκείνη την χρονιά, παρέα πάντα με τις πολύτιμες κάπες τους. Ελικόπτερα έριχναν δέματα με εφόδια και υλικά και βοήθεια για τους κατοίκους. Ανάμεσα από τη Γότιστα και την Κράψη λέγεται ότι άνοιξε το έδαφος από τον σεισμό. Μία μεγάλη καθίζηση 2 χιλιομέτρων, κατάπιε σπίτια. Οι παλιοί θυμήθηκαν το σεισμικό συμβάν με Μ6.3 του 1898 που προκάλεσε αρκετές καταστροφές στην περιοχή, το οποίο κατά πάσα πιθανότητα προήλθε από διαφορετικό ρήγμα και είχε επίκεντρο 4χλμ.πιο νοτιοδυτικά από τα Ιωάννινα. Στην ευρύτερη περιοχή οι ιστορικοί σεισμοί κυμαίνονται σε μεγέθη από 6.2-6.4 βαθμούς.
Ο τόπος φιλοξενεί ένα καλοδιατηρημένο δίκτυο μονοπατιών με διαδρομές που χαρίζουν μοναδικές συγκινήσεις.Τα τελευταία χρόνια η περιοχή έχει λιγότερο χιόνι λόγω της κλιματικής αλλαγής.
Το Συρράκο, είναι χτισμένο στην άκρη μιας απότομης χαράδρας και διακρίνεται για την παραδοσιακή αρχιτεκτονική του η οποία είναι πλήρως εναρμονισμένη με το φυσικό περιβάλλον. Οι δρόμοι ακολουθούν την απότομη πλαγιά και τα φιδωτά καλντερίμια απλώνονται ακτινωτά προς τα όρια του οικισμού.
Σχετικά με το τοπωνύμιο ο Ηπειρώτης ιστοριοδίφης Ιωάννης Λαμπρίδης [1843-1892], μας λέει πως η λέξη Σεράκου είναι βλάχικη και σημαίνει τόπο με φτώχεια και γυμνότητα. Ο λόγιος και καθηγητής της ελληνικής γλώσσας Αθανάσιος Σταγειρίτης [1780-1840] υποστηρίζει, ότι το όνομα προέρχεται από τη σάρικα ή σάρικο, το φλοκάτο ύφασμα που βγάζει το χωριό. Την δεύτερη εκδοχή θεωρώ επικρατέστερη.
Όμως, εκτός από την φυσική ομορφιά και την γαλήνη που εκπέμπει ο τόπος, σε αφήνει άφωνο ο ήχος των τρεχούμενων νερών, λες και οι νεράιδες σε μαγεύουν να πιεις αυτό το γάργαρο και ανόθευτο νερό, με την μοναδική οσμή, όψη, γεύση, και υφή.
Το νερό δικτύου του χωριού όπως και της πηγής Γκούρα[κεντρική πλατεία], στις 27/10/2018 είχε ph=8.63 στους 14.9 βαθμούς Κελσίου, αγωγιμότητα 180μ/S και σκληρότητα 83 ppm. Για σύγκριση, αξίζει να ρίξουμε μία γρήγορη ματιά στους φυσικοχημικούς δείκτες από ένα από τα καλύτερα εμφιαλωμένα νερά της χώρας ,με ph7.24 στους 20 βαθμούς Κελσίου, αγωγιμότητα 473μ/S και σκληρότητα 236ppm.
Χωρίς αμφιβολία πρόκειται για εξαιρετικό νερό, ένα από τα καλύτερα σε φυσικοχημικούς δείκτες που υπάρχουν στην χώρα μας και όχι μόνο. Το μυστικό του κρύβεται στο γεωπεριβάλλον της περιοχής. Το κρύο με ελάχιστα άλατα νερό πηγάζει από υψόμετρο τουλάχιστον 1700μ. και είναι φυσικά αλκαλικό επειδή διέρχεται από βράχια και συλλέγει ορυκτά, τα οποία αυξάνουν το αλκαλικό του επίπεδο.
Το αλκαλικό νερό μπορεί να βοηθήσει στην εξουδετέρωση του οξέος που βρίσκεται στο αίμα τόσο των ανθρώπων όσο και των ζώων. Το πόσιμο νερό του χωριού αυξάνει το μεταβολισμό και βελτιώνει την ικανότητα του σώματός να απορροφά ζωτικά θρεπτικά συστατικά. Ορισμένοι θεωρούν ότι ένα τέτοιο νερό «θανατώνει» καρκινικά κύτταρα που βρίσκονται στο σώμα μας, επειδή αυτά ευδοκιμούν σε ένα όξινο περιβάλλον. Δεν πρέπει να πίνετε πολύ από αυτό άν έχετε προβλήματα στα νεφρά ή έχετε μια χρόνια διάγνωση που σχετίζεται με τη λειτουργία των νεφρών σας. Ωστόσο, το pH του συρρακιώτικου νερού μπορεί να βοηθήσει στην απενεργοποίηση της πεψίνης, που είναι το κύριο ένζυμο που προκαλεί παλινδρόμηση οξέος και μπορεί να έχει οφέλη για άτομα που έχουν υψηλή αρτηριακή πίεση, διαβήτη,υψηλή χοληστερόλη κά.
Επιπλέον η φυσική ραδιενέργεια που μετρήθηκε στην ύπαιθρο και στο κέντρο του χωριού ήταν από τις μικρότερες της χώρας.
Τέλος πρέπει να επισημάνω ότι η συρρακιώτικη κάπα ως εμπορικό προϊόν ανήκει πλέον στο παρελθόν. Μπορεί να τη βρει κανείς μόνο στα λαογραφικά μουσεία, όπως το σπίτι του Κρυστάλλη που βρίσκεται πάνω από την εκκλησία του πολιούχου Αγίου Νικολάου, στις ιδιωτικές συλλογές και σε εκδηλώσεις ως μουσειακό είδος. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι ο ερχομός της συνθετικής κάπας ή οι αλλαγές στη χρήση γης ή ακόμη η βελτίωση των συνθηκών της ζωής τους, την οδήγησε στο περιθώριο. Ισως η αλήθεια βρίσκεται κάπου αλλού. Οι καιροί αλλάζουν αλλά το καλό και επώνυμο προϊόν ποτέ δεν χάνει το διαμέτρημα του.Το βέβαιο είναι ότι μόνο όσοι έζησαν σε άλλες πιο δύσκολες εποχές μπορούν να κατανοήσουν τη δυναμική και την αξία της.