Φωτογραφία από τα Σμυριδορυχεία της Νάξου.Το 1824 η Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος, έχοντας ανάγκη χρηματικών πόρων και θεωρώντας τα έσοδα από την σμύριδα της Νάξου σημαντικά, πήρε υπό την κατοχή της τα κοιτάσματα και έτσι ενοικίαζε πλέον εκείνη το δικαίωμα εκμετάλλευσής τους.
Μετά τη δημιουργία του Ελληνικού κράτους η ”ναξία σμύρις” θεωρείται ως ένα από τα κυριότερα εξαγωγικά προϊόντα. Με νόμους που ξεκινούν από το 1852 ορίζεται ότι η σμύριδα εξορύσσεται και διατίθεται αποκλειστικά για λογαριασμό του δημοσίου μέσω του Ελληνικού Μονοπωλίου.
Στους κατοίκους των σμυριδοχωριών δίδεται το αποκλειστικό δικαίωμα να την μαζεύουν ή να εξορύσσουν για λογαριασμό του δημοσίου αντί χρηματικού ποσού που θα τους καταβάλλεται και θα προσδιορίζεται από την ποσότητα της σμύριδας που θα παραδίδουν.
Όταν τα επιφανειακά κοιτάσματα εξαντλήθηκαν, οι σμυριδεργάτες άρχισαν να ανοίγουν στοές ψάχνοντας να βρουν «φλέα» (φλέβα) με σμυρίγλι(σμύρι). Οι στοές που άνοιγαν έφθαναν σε βάθος 50 έως 250 μέτρα.
Με τον κανονισμό της σμύριδας, (1877), δίνονται πληροφορίες για τον τρόπο εξόρυξης του ορυκτού και για τους κινδύνους που ενέχουν οι σχετικές εργασίες.
Στους νεώτερους χρόνους, οι παλαιότερες αναφορές για το εμπόριο ναξιακής σμύριδας είναι για την περίοδο 1625 έως 1700.
Το δικαίωμα εκμετάλλευσής της το είχαν οι φεουδάρχες, οι οποίοι ήταν οι απόλυτοι κύριοι και των ορυκτών που εξορύσσονταν και των νερών που πήγαζαν από τα βουνά της επικράτειάς τους.
Με την κατάργηση των φεουδαλικών δικαιωμάτων το 1721, το δικαίωμα εκμετάλλευσης της σμύριδας παραχωρήθηκε στις κοινότητες, που νοίκιαζαν σε εμπόρους το δικαίωμα συλλογής και πώλησής της.
Η σμύριδα της Νάξου εκτοπίστηκε από τη διεθνή αγορά, κυρίως από την τεχνητή σμύριδα [τεχνητό κορούνδιο, που παρασκευάζεται με την μέθοδο Βερνέιγ]. Η σμύριδα είναι πέτρωμα που αποτελείται από κορούνδιο,μαγνητίτη και αιματίτη και η μεγάλη σκληρότητα της την κάνει κατάλληλη για λειαντικό υλικό.
Συναντάται εκτός από την Νάξο, στην Σάμο, Πάρο,Ικαρία κά.Σχηματίζεται από μεταμόρφωση πλούσιων σε αργίλιο ιζημάτων όπως πχ. βωξίτη.