Το «τερπνό» Γλαυκοπέραμα και ο άγνωστος έφηβος ποτάμιος θεός

Ο άγνωστος έφηβος ποτάμιος θεός [φωτογραφία-Ειρ.Πουπάκη]

«Εν μέσω δε του διαπυλίου πεδίου υπάρχει τι πέραμα τερπνόν με το όνομα Γλαυκοπέραμα παρ΄ο πολλοί τάφοι ανεκαλύφθησαν από λάρνακας ευπελεκήτων πρασινολίθων αμυγδαλολίθων και μαρμάρων μετ΄επιτυμβίων  πολλών μαρτυρούντων το διασταύρωμα των οδών, των αγουσών, από τα ΒΑ προς τα ΝΔΒ, όπου θα κατώκουν περί τας 6000» Ι.Ζαρράφτης – Κώια, Αρχαία

Η αρχαιολογική έρευνα έχει φέρει στο φως ένα πολύ ενδιαφέρον καλλιτεχνικό κωακό δημιούργημα, ιδιαίτερα αν αναλογιστούμε ότι έχει κατασκευαστεί από πέτρα που όσες φορές δοκίμασα να ανοίξω με το ατσάλινο σφυράκι μου, πάντοτε το μετάνιωνα. Το άγνωστης προέλευσης γλυπτό είναι φτιαγμένο από γρανιτοειδές [χαλαζιακό μονζονίτη] του Δίκαιου. Πρόκειται για ένα πολύ δύσκολο υλικό για λάξευση που έχει χρησιμοποιηθεί από τους προϊστορικούς κατοίκους του νησιού.

To υλικό που φιλοτέχνησε ο άγνωστος γλύπτης είναι πυριγενές, γεννήθηκε πριν από 12 εκ.χρόνια όταν διαμορφωνόταν ο Κεραμεικός Κόλπος ενώ ακόμη δεν είχε αρχίσει να συγκρούεται η Αφρικανική πλάκα με την μικροπλάκα του Αιγαίου. Το άνοιγμα της τάφρου συνοδεύθηκε από εκχύσεις λάβας που διείσδυσαν βράχους παλαιότερης ηλικίας. Ο μονζονίτης του Δίκαιου σχηματίστηκε βαθιά, υπόγεια, κάτω από 10 χλμ. από την γη και ανυψώθηκε από τις διαδικασίες ανοίγματος της τάφρου και της τοπικής τεκτονικής.

Το περίτεχνο γλυπτό βρίσκεται σε αποθήκη του Κάστρου της Νερατζιάς και θεωρείται ότι είναι πτολεμαϊκών χρόνων [260-235 π.Χ].

Η ταυτότητα του εικονιζόμενου προσώπου του γλυπτού έχει ερμηνευτεί με διαφορετικό τρόπο από τους αρχαιολόγους. Ο Ιταλός αρχαιολόγος L.Laurenzi, επειδή αγνοούσε το υπόλοιπο τμήμα του γλυπτού, απέδωσε την κεφαλή στην Εφέσια Αρτέμιδα. Ο αρχαιολόγος Ν.Σταμπολίδης το ταυτίζει με πορτραίτο του Πτολεμαίου Δ ́ του Φιλοπάτορα [245-204 π.Χ] ή κάποιου προγόνου του. Το γεγονός ότι το κάλυμμα της κεφαλής φέρει πόλο ή μόδιο [καλάθι ζύγισης σιτηρών] έστρεψε την προσοχή προς τον χθόνιο ελληνοαιγυπτιακό θεό Σάραπι [συχνά απεικονιζόταν με πλούσια γενειάδα], που συχνά στην Κω συνδέεται με τον Ασκληπιό και του έχουν αποδοθεί θεραπευτικές ιδιότητες.

Πριν από καιρό, η εύρεση από την αρχαιολόγο Ειρ.Πουπάκη ενός τμήματος που φέρεται ότι ανήκει στο ίδιο γλυπτό, πρόσθεσε μία ακόμη ερμηνεία στην ταυτότητα του. Μάλλον πρόκειται για έναν νεαρό, όμορφο, αυτόχθονα ποτάμιο θεό, άγνωστο μέχρι σήμερα.

Βέβαια δεν είναι σπάνιο το γεγονός να τιμάται ένα ποτάμι. Τα ποτάμια και οι πηγές ήταν ιερά στην μυθολογία μας. Το νερό ήταν ύψιστο αγαθό [η ίδια η  ζωή] του πολιτισμού και της καθημερινότητάς των αρχαίων. Κάθε ποταμός γι αυτούς ήταν αέναος και θείος. Ως θεός έπρεπε να λατρεύεται με ιερά και βωμούς και με’ αυτήν ακριβώς την έννοια του απέδιδαν ιδιαίτερες τιμές. Για παράδειγμα, οι νεαροί και οι νεαρές Αρκάδες μαζεύονταν μία φορά τον χρόνο, στις όχθες της Νέδας, για να κόψουν εκεί τα μακριά μαλλιά τους και τα αφιέρωναν στον ποταμό. Αλλωστε και ο  δεύτερος σε σπουδαιότητα αρχαίος ποιητής μετά τον Όμηρο, Ησίοδος [800 ή 700 π.Χ] έλεγε:«Μη διασχίζετε ποτέ τα νερά των ποταμών με το αιώνιό τους ρέμα, πριν να πείτε μια προσευχή, με τα μάτια προσηλωμένα στα εξαίσιά τους νάματα, πριν να βρέξετε τα χέρια σας στο ευχάριστό τους και καθάριο νερό».

Αυτό που κεντρίζει την σκέψη είναι η απεικόνιση του άγνωστου θεού ως εφήβου και δίχως γένια. Το γεγονός ότι η αναφορά ποταμών σε κωακές επιγραφές δεν ήταν συνήθης [Μ.Segre,Ιταλός επιγραφολόγος], το κάνει ένα ιδιαίτερο και ξεχωριστό εύρημα που αξίζει να ασχοληθούμε λίγο μαζί του.

Αν αποδεχτούμε ότι τα πράγματα έχουν έτσι, ποιό μπορούσε να ήταν το ποτάμι που δρόσιζε και στα νερά του οι αρχαίοι Κώοι έβλεπαν κάθαρση, ανάλογη με εκείνη που αναζητούσαν στους ναούς του Απόλλωνα; Ποιό υδάτινο σώμα τιμούσαν οι αρχαίοι πρόγονοι μας και ταυτόχρονα έπρεπε να δαμάσουν την ορμητικότητα των νερών του;    
Ανατρέχοντας στην γεωμορφολογία και την μυθολογία της Κω θα ήταν αδύνατον να μην επικεντρωθούμε στο Ρέμα Βουρίνα με το θολωτό έργο υδρομάστευσης, τον γεωμύθο του Χάλκωνα και την σχέση του με τον υδρογεωλόγο και μηχανικό Ηρακλή.

Αν πηγαίναμε πίσω στο 3000 π.Χ, θα βλέπαμε ένα ποτάμι με μεγάλες όχθες, πλούσιο σε νερά που κατέβαινε χωρίς εμπόδια, από την Οροσειρά του Σύμπετρου σε πολύ μικρότερη από την τωρινή πεδιάδα. Το Ρέμα Βουρίνα ή Curu Dere για τους Οθωμανούς, πηγάζει από τους πρόποδες του Σύμπετρου [ανατολικά από το Ασκληπιείο] και κατευθύνεται προς την πόλη μέσα από ένα δίκτυο από μικρότερα ρέματα [δες χάρτη].

Ενα από αυτά είναι ο χείμαρρος Γλυκοπέραμα, ο οποίος περνούσε από τον ύψωμα των Σεραγιών πριν τα νερά του καταλήξουν στον Όρμο της Κω. Νότια της αρχαίας ακρόπολης είχαν εγκατασταθεί κατά τους κλασικούς χρόνους τα ξακουστά κεραμικά εργαστήρια της πόλης Κω. Κατά την ανασκαφή των αλλούβιων εδαφών [έχουν δημιουργηθεί από προσχώσεις τουλάχιστον 6000 ετών] που έχουν αναμειχτεί με απορρίμματα αυτών των εργαστηρίων, κάτω από τις πολυτελείς ελληνιστικές οικίες, έχει εντοπιστεί [ανατολικά της Casa Romana] ένα παχύ στρώμα από άμμο και χαλίκια, που σχετίστηκε με υπερχείλιση του χειμάρρου «Γλυκοπέραμα»[Κάντζια, 1994] δηλαδή με μία αρχαία πλημμύρα.

Το Γλυκοπέραμα κατεβαίνει από την τοποθεσία Ασκούπη, κάπου όμως χάνεται και με τον καιρό φαίνεται ότι έχει χάσει την αίγλη του μετά από τις τεχνικές παρεμβάσεις του είδους «εξολοθρευτή». Ιχνη του, περνάνε ανατολικά από την Ρωμαϊκή Οικία, μας λένε ότι παλιά τροφοδοτούσε με νερό και ιζήματα τις Κεντρικές Θέρμες της πόλης. Πόσο σημαντικό μπορούσε να ήταν το νερό του στον πολιτισμό και την καθημερινότητά των Αρχαίων Κώων;

Τα ορμητικά του νερά του τότε ηλικιακά «νέου» ποταμού έφταναν σε μεγαλύτερη λεκάνη απορροής και εναπόθεταν χαλαρά καστανόλευκα αργιλοαμμώδη υλικά τα οποία δημιουργούσαν εκτάσεις γης με λιμνάζοντες κοιλότητες. Τα νερά, οι λάσπες και οι άμμοι που σχηματίζονταν στην πεδιάδα της πρωτεύουσας του νησιού ήταν πλούσια σε στοιχεία αφού προέρχονταν από αποσάθρωση ασβεστολιθικών πετρωμάτων που απαρτίζουν τα γύρω υψώματα και βουνά. Αυτός ο ποταμός, πρώιμος του Πλατύ Ποταμού ξεδίψαγε τους κατοίκους, τροφοδοτούτε με εξαιρετικής ποιότητας πηλό και ήταν πλούσιος σε στοιχεία για τα λουτρά τους. Δεν είναι τυχαίο γεγονός ότι βρέθηκαν εκεί οι Κεντρικές Θέρμες και τα εργαστήρια κεραμικής. Πρόκειται για έναν από τους αρχαιότερους κλάδους και σημαντικότερους παραπόταμους του ευρύτερου υδρογραφικού δικτύου της Βουρίνας, πριν ακόμη το ποταμοχειμάριο  δίκτυο εξαπλωθεί προς τον Αμπάβρη.

Το Γλυκοπέραμα παλαιότερα ήταν ποτάμι μόνιμης ροής όλο τον χρόνο, ενώ το χειμώνα κατέβαζε αρκετό νερό προς τη πόλη. Από τα νερά του ίσως σχηματίστηκαν οι αρχαίοι βάλτοι της πόλης. Κατά το παρελθόν δεν είναι απίθανο να έχει προκαλέσει πολλές πλημμύρες δημιουργώντας πολλές καταστροφές αλλά και θανάτους.
Το ύψωμα Ασκλούπη εκτός από σημαντικός γεωβιότοπος θεωρείται από τα σπουδαιότερα προϊστορικά μέρη του νησιού- ήταν μία από τις πρώτες κατοικίες των χαλκολιθικών Κώων. Η Ασκλούπη αποτελείται από τεφρόλευκους ασβεστόλιθους ηλικίας 161-65 εκ.ετών. Γεωλογικά είναι ένα τεκτονικό ράκος, ένα ύψωμα, που περιβάλλεται από ανάστροφο ρήγμα όπως η Δρακόπετρα, ο Ερημίτης, η Χαλκήπετρα και άλλοι μοναχικοί βραχώδεις λόφοι που στολίζουν το κωακό τοπίο. Υψώθηκε μετά από πολλούς σεισμούς και σήμερα ξετρυπώνει ως ένα εντελώς ανεξάρτητο και απομονωμένο σώμα μικρότερων διαστάσεων.

Το 1943, ο Ιταλός αρχαιολόγος G.Lazzara, γαμπρός του Ι.Ζαρράφτη, κοντά στον χείμαρρο Γλυκοπέραμα βρήκε προϊστορικούς τάφους με ανθρώπινα οστά και πιθάρια από την πρώιμη εποχή του χαλκού [2900-2100 π.Χ]. Η αρχή της εποχής του ορείχαλκου στην Ανατολή, αρχίζει γύρω στο 3300 π.Χ και χαρακτηρίζεται όχι μόνο από αυξανόμενη χρήση του χαλκού αλλά και ανάπτυξη σύνθετων αστικών πολιτισμών.

Η τεχνική του πηλού και το σχήμα των αγγείων της Ασκλούπης μοιάζει με αυτά που βρέθηκαν στην αρχαία Τροία και εν μέρει υποδηλώνει την σημασία του ποταμού για τους Αρχαίους Κώους.

Το Γλυκοπέραμα κατά τον Ν.Ζάρακα είναι ποταμός. Για τον Μ.Σκανδαλίδη το τοπωνύμιο δείχνει πέρασμα που οδηγεί στον Γλυκύ ποταμό χωρίς να σημειώνεται η ακριβής θέση του.

Ο Ζαρράφτης ονομάζει το Γλαυκοπέραμα, το «τερπνόν» πέρασμα. Το Γλαύκος είναι αρχαίο Ελληνικό όνομα, σημαίνει ανοιχτός γαλάζιος. Δεν είναι γνωστό άν ο μικρός Γλαύκος, γιός του Μίνωα, που έπεσε σε πιθάρι και πνίγηκε έχει σχέση με τον άγνωστο θεό που έχει αφιερωθεί το κωακό γλυπτό.

Όμως, ο μύθος του Γλαύκου καθρεφτίζει μια λατρευτική παράδοση για τον θάνατο και την αναγέννηση της ζωής και αποτελεί αναπαράσταση του τρόπου ταφής και της ταρίχευσης σε πιθάρια, διαπιστωμένα κατά τη μινωική εποχή σε πολλούς λαούς της Μεσογείου. O Γλαύκος ήταν μάντης, προστάτης των ναυτικών, των δυτών και των ψαράδων όμως έχει χρησιμοποιηθεί και σε ονόματα ποταμών όπως συμβαίνει σήμερα στην Αχαΐα.